- αναμμένος
- ardent
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ανάβομαι — ανάβομαι, ανάφτηκα, αναμμένος βλ. πίν. 8 Σημειώσεις: ανάβομαι : σπάνια χρησιμοποιείται η παθητική φωνή (εκτός από τη μτχ. αναμμένος) και κυρίως με την έννοια μου βάζει κάποιος φωτιά (τα ξύλα δεν ανάβονται εύκολα, όταν βραχούν) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
άναπτος — (I) και άναφτος, η, ο (Α ἄναπτος, ον) ο μη αναμμένος, ανάναφτος. (II) ἄναπτος, ον (Α) [ἅπτομαι] αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αγγίξει, ανέγγιχτος, άπιαστος … Dictionary of Greek
άναφτος — η, ο αυτός που δεν είναι αναμμένος … Dictionary of Greek
έμπυρος — η, ο (AM ἔμπυρος, ον) ο υπερβολικά θερμός, πολύ ζεστός (α. «πλεῑστον τοῡ θέρους ἔμπυρος οὖσα ἡ χώρα καὶ καυματηρά», Στράβ. β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης») μσν. αναμμένος («λαμπάδα ἔμπυρον», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται πάνω… … Dictionary of Greek
έμφλογος — ἔμφλογος, ον (Μ) ο αναμμένος, αυτός που έχει φλόγα, που καίει, καυτός, καυτερός … Dictionary of Greek
έμφλοξ — ἔμφλοξ, ο (Α) αυτός που έχει φλόγα, αυτός που καίει, ο αναμμένος … Dictionary of Greek
αναπτός — και αναφτός, ή, ό (Μ ἀναπτος, όν) αναμμένος μσν. προσαρμοσμένος, σφιχτός … Dictionary of Greek
αναφτός — ή, ό (Μ ἀναφτός, ή, όν) ο αναμμένος … Dictionary of Greek
ανθρακίας — ἀνθρακίας, ο (AM) μαύρος σαν κάρβουνο, μουτζουρωμένος μσν. 1. πολύτιμος λίθος, πρβλ. άνθρακας, ανθρακίτης 2. ως επίθ. αναμμένος σαν κάρβουνο … Dictionary of Greek
εφάπτομαι — (ΑΜ ἐφάπτομαι και ἐφάπτω, ιων. τ. ἐπάπτω) μέσ. 1. εγγίζω κάτι στην εξωτερική του επιφάνεια, έρχομαι σε επαφή με κάτι, πιάνω, ακουμπώ σε κάτι («τοίχων ἐφαψάμενος», Φιλοστόργ.) 2. μαθημ. ακουμπώ, έχω ένα κοινό σημείο με κάποια καμπύλη νεοελλ. (το… … Dictionary of Greek
ζωντανός — ή, ό (Μ ζωντανός, ή, όν) αυτός που βρίσκεται στη ζωή, ο έμψυχος νεοελλ. 1. μτφ. ζωηρός, δραστήριος, ενεργητικός 2. (για εικόνα, περιγραφή ή αφήγηση) παραστατικός, εναργής, ζωηρός («ζωντανή περιγραφή») 3. (για κρέας ή ψάρι) νωπός, πολύ φρέσκος… … Dictionary of Greek